Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας μόνος και σκληρός dj. Ξεκίνησε με την τσαντούλα του από την Ελευσίνα και έπαιζε μουσική σε bars και clubs των δυτικών προαστίων. Το όνομά του σύντομα έγινε θρύλος και η πορεία του έχει αφήσει το στίγμα της στη νυχτερινή Αθήνα. Οι φίλοι του τον ξέρουν ως «Τσίλι» και οι πολλοί ως Βασίλη Τσιλιχρήστο, το χρυσό παιδί της νύχτας. Τον τελευταίο καιρό παρατηρούνται φαινόμενα κερβερισμού, που είναι βέβαιο πως, αν ήταν εν γνώσει του «Τσίλι», θα είχαν αποφευχθεί…
Ο Βασίλης Τσιλιχρήστος, για όσους τον ξέρουν, είναι ένας τελειομανής και ακούραστος εργάτης της νυχτερινής διασκέδασης. Ό,τι κι αν έχει φτιάξει στην πόλη, το έχει σκεφτεί πολύ καλά και σίγουρα το έχει μελετήσει, ταξιδεύοντας στο Μαϊάμι, το Λας Βέγκας, την Ίμπιζα και το Λονδίνο, σε μια προσπάθεια να φέρει ό,τι καλύτερο στην Ελλάδα. Όλα όσα έχει καταφέρει ο συγκεκριμένος άνθρωπος, τα έχει κερδίσει με προσωπικό κόστος, ταλαιπωρία και θυσίες. Γι' αυτόν το λόγο δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι στο Villa Mercedes κάποιοι πιστεύουν ότι έχουν γίνουν βασιλικότεροι του βασιλέως και συμπεριφέρονται με απαράδεκτο τρόπο σε υποψήφιους πελάτες και μάλιστα σε παιδάκια που δεν έχουν την τύχη να ανήκουν στην chic κοσμική κατηγορία.
Παρασκευή βράδυ στην πόρτα του Villa Mercedes, 4 παιδιά έχουν κλείσει τραπέζι για ποτό στο club. Λένε το όνομά τους στον «Κέρβερο» της πόρτας και ο τύπος, αφού τους σκανάρει από πάνω έως κάτω, μιλάει με μία καστανόξανθη, που φοράει κοστούμι Armani και ισορροπεί πάνω σε δωδεκάποντα, και εκείνη απλώς κατεβάζει το κεφάλι. «Το τραπέζι σας έχει δοθεί. Έπρεπε να είχατε έρθει στις 23:30 ακριβώς». Τα παιδιά κοιτιούνται μεταξύ τους και ο ένας από την παρέα, κοιτώντας το ρολόι του, λέει με έκπληξη στον «Κέρβερο» ότι είναι μόλις 23:40.
Είναι ηλίου φαεινότερο ότι η «πόρτα» σκάναρε την παρέα και η ετυμηγορία ήταν πως δεν τους έκανε. Σκέφτηκα, απλώς, «Γιατί ρε γαμώτο;» Είκοσι χρονών παιδιά, περιποιημένα, δύο αγόρια και δύο κορίτσια προσπάθησαν να ζήσουν το «όνειρο» σε ένα μαγαζί που πλασάρεται ως μύθος. Δεν είχαν τη δύναμη ούτε να κάνουν φασαρία ούτε μπαμπά κάποιον επώνυμο. Απλά ψέλλισαν: «Καλά, δεν θα ξανάρθουμε». Ο «Κέρβερος» στην πόρτα ήταν έτοιμος και τους αποστόμωσε: «Δεν πειράζει, καλή διασκέδαση». Είμαι βέβαιος ότι η παρέα θα διασκέδασε κάπου αλλού και μάλιστα καλύτερα. Όμως, αυτό που σίγουρα θα τους τσάντισε ήταν η προσβολή -ιδιαίτερα για τα αγόρια ήταν πολύ βαρύ, γιατί στο δικό τους μυαλό «έπεσαν» στα μάτια των κοριτσιών. Δεν ξέρω αν σας έχει τύχει, αλλά είναι ξεφτίλα να σε προσβάλλουν με αυτό τον τρόπο μπροστά σε γυναίκα.
ΟΚ, δεν λέω. Να διατηρηθεί το επίπεδο του μαγαζιού, να μπαίνουν αυτοί που κολλάνε με τη σύνθεση, να υπάρχει ένα status στην πελατεία, αλλά ποιος είναι αυτός που κρίνει; Δηλαδή, επειδή τα παιδάκια έφτασαν με ταξί κι όχι με Mini, αυτό σημαίνει ότι δεν έχουν να πληρώσουν; Και στην τελική, δεν σου κάνουν; Πρέπει να τους δείξεις ότι δεν τους έχεις ανάγκη, ειρωνευόμενος την άμυνα του νεαρού μαγκάκου;
Εσύ, Βασίλη Τσιλιχρήστο, ξέρεις καλύτερα από όλους ότι αυτά τα παιδάκια, που μπορεί να ήταν και από την Ελευσίνα, είναι οι μελλοντικοί σου πελάτες. Είναι αυτοί που πάντα υποστήριζες και απογείωνες με τη μουσική σου. Όταν οι πλούσιοι δεν θα έχουν να πληρώσουν στο εστιατόριο, από τέτοιου είδους παιδάκια θα «κρατηθείς». Οι «Κέρβεροι» στις πόρτες δεν πρέπει να κάνουν κωλοτούμπες στις βίζιτες, στους παρακμιακούς ηθοποιούς, στους ντεμέκ κοσμικούς και στους κάπως επώνυμους. Πρέπει να είναι με όλους το ίδιο και πάνω απ' όλα ευγενείς και ανθρώπινοι. Κατά τη γνώμη μου, το Villa Mercedes δεν χρειάζεται «Κέρβερους», δηλαδή το κωλόσκυλο του Άδη, αλλά φύλακες-άγγελους για να το προστατεύουν.
Είναι ηλίου φαεινότερο ότι η «πόρτα» σκάναρε την παρέα και η ετυμηγορία ήταν πως δεν τους έκανε. Σκέφτηκα, απλώς, «Γιατί ρε γαμώτο;» Είκοσι χρονών παιδιά, περιποιημένα, δύο αγόρια και δύο κορίτσια προσπάθησαν να ζήσουν το «όνειρο» σε ένα μαγαζί που πλασάρεται ως μύθος. Δεν είχαν τη δύναμη ούτε να κάνουν φασαρία ούτε μπαμπά κάποιον επώνυμο. Απλά ψέλλισαν: «Καλά, δεν θα ξανάρθουμε». Ο «Κέρβερος» στην πόρτα ήταν έτοιμος και τους αποστόμωσε: «Δεν πειράζει, καλή διασκέδαση». Είμαι βέβαιος ότι η παρέα θα διασκέδασε κάπου αλλού και μάλιστα καλύτερα. Όμως, αυτό που σίγουρα θα τους τσάντισε ήταν η προσβολή -ιδιαίτερα για τα αγόρια ήταν πολύ βαρύ, γιατί στο δικό τους μυαλό «έπεσαν» στα μάτια των κοριτσιών. Δεν ξέρω αν σας έχει τύχει, αλλά είναι ξεφτίλα να σε προσβάλλουν με αυτό τον τρόπο μπροστά σε γυναίκα.
ΟΚ, δεν λέω. Να διατηρηθεί το επίπεδο του μαγαζιού, να μπαίνουν αυτοί που κολλάνε με τη σύνθεση, να υπάρχει ένα status στην πελατεία, αλλά ποιος είναι αυτός που κρίνει; Δηλαδή, επειδή τα παιδάκια έφτασαν με ταξί κι όχι με Mini, αυτό σημαίνει ότι δεν έχουν να πληρώσουν; Και στην τελική, δεν σου κάνουν; Πρέπει να τους δείξεις ότι δεν τους έχεις ανάγκη, ειρωνευόμενος την άμυνα του νεαρού μαγκάκου;
Εσύ, Βασίλη Τσιλιχρήστο, ξέρεις καλύτερα από όλους ότι αυτά τα παιδάκια, που μπορεί να ήταν και από την Ελευσίνα, είναι οι μελλοντικοί σου πελάτες. Είναι αυτοί που πάντα υποστήριζες και απογείωνες με τη μουσική σου. Όταν οι πλούσιοι δεν θα έχουν να πληρώσουν στο εστιατόριο, από τέτοιου είδους παιδάκια θα «κρατηθείς». Οι «Κέρβεροι» στις πόρτες δεν πρέπει να κάνουν κωλοτούμπες στις βίζιτες, στους παρακμιακούς ηθοποιούς, στους ντεμέκ κοσμικούς και στους κάπως επώνυμους. Πρέπει να είναι με όλους το ίδιο και πάνω απ' όλα ευγενείς και ανθρώπινοι. Κατά τη γνώμη μου, το Villa Mercedes δεν χρειάζεται «Κέρβερους», δηλαδή το κωλόσκυλο του Άδη, αλλά φύλακες-άγγελους για να το προστατεύουν.
Υ.Γ. Κάτι «σερίφηδες» που παίρνουν τηλέφωνα στη διεύθυνση για μηνύσεις και απειλές, τους ενημερώνουμε πως η Αθήνα πολύ απλά δεν τους ανήκει…
Ο Μετρ
EmoticonEmoticon